πλάτη

πλάτη
η
1) спина;

στέκομαι με (γυρισμένη) την πλάτη — стоять спиной;

γυρίζω τίς πλάτες μου σε κάποιον прям. , перен. — повернуться спиной к кому-л.;

2) тыльная сторона (плоского предмета);

τον χτύπησε με την πλάτη τού φτυαριού — он ударил его плашмя лопатой;

3) анат. лопатка;

τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα — класть на обе лопатки;

§ κάνω πλάτες σε κάποιον — поддерживать кого-л. (в чём-л.), помогать выкрутиться кому-л.;

2χω γερές πλάτες — а) иметь крепкую спину;

б) располагать мощными средствами; иметь сильных покровителей; иметь сильную руку (где-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλάτη" в других словарях:

  • πλάτη — flat fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc voc sg πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτῃ — πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην …   Dictionary of Greek

  • πλάτη — η 1. η ράχη, τα νώτα: Έχω έναν πόνο στην πλάτη. 2. ωμοπλάτη ζώου, η σπάλα. 3. το πίσω μέρος της καρέκλας, επίπλου, αντικειμένου: Η πλάτη της καρέκλας δεν είναι αναπαυτική. 4. μτφ., στήριγμα, υποστήριξη: Έχει πλάτες, γι αυτό μιλά έτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατῆ — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατή — πλᾱτή , πλατός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτηι — πλάτῃ , πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτῃ , πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάται — πλάτη flat fem nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτη flat fem dat sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτης platform masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατᾶν — πλάτη flat fem gen pl (doric aeolic) πλάτης platform masc gen pl (doric aeolic) πλᾱτᾶν , πλατός approachable masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατέων — πλάτη flat fem gen pl (epic ionic) πλάτης platform masc gen pl (epic ionic) πλάτος breadth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) πλᾱτέων , πλατός approachable masc/fem gen pl (epic ionic) πλατύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»